κλαπωτός

κλαπωτός
κλαπωτός, -ή, -όν (Μ) [κλάπα]
1. (για ενδύματα) αυτός που φέρει κεντήματα με σχήμα καρφιών
2. χρυσοκέντητος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κλαπωτά
φορέματα με κεντήματα σε σχήμα καρφιών
4. φρ. «τέχνη κλαπωτή» — η τέχνη τής κατασκευής κλαπωτών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”